ἀποκλίσεως

ἀποκλίσεως
ἀποκλίσεω̆ς , ἀπόκλισις
slope
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δέμω — (AM) 1. χτίζω, οικοδομώ 2. κατασκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δέμω ανάγεται σε ΙΕ *dem «χτίζω, οικοδομώ, κατασκευάζω» (πρβλ. γοτθ. ga timan, αρχ. άνω γερμ. zeman, νεογερμ. geziemen «αρμόζω, ταιριάζω», που γεννούν όμως αμφιβολίες λόγω τής σημασιολογικής… …   Dictionary of Greek

  • διερός — διερός, ά, όν (Α) 1. ενεργητικός, ζωηρός, βιαστικός 2. ρευστός, υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνια λ. που απαντά μόνο στην ποίηση και στον πεζό λόγο τής ελληνιστικής εποχής. Με τη σημ. «υγρός» η λ. συνδέθηκε με το διαίνω* (πρβλ. μιαρός, μιερός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”